Εξέλιξη & Ψυχοθεραπεία

Powered By | Blogger tips

Τι γίνεται όταν δεν αλλάζουμε τις υποθέσεις- σκέψεις μας;



Ο Ξενοδόχος
Τα παλιά χρόνια κάπου κοντά στο δρόμο Αθήνας- Ελευσίνας, ζούσε κάποιος ξενοδόχος ονόματι Δαμάστης ή Πολυπάμων, με το ψευδόνυμο «Εκτατής». Το «ξενοδοχείο» του βέβαια ήταν απλά ένα πανδοχείο, ένα συμπαθητικό χανί για την ακρίβεια, που διέθετε ένα μοναδικό κρεβάτι- κατ’ άλλους δύο κρεβάτια.
Κρίνοντας τον ξενοδόχο με τα σύγχρονα κριτήρια, το δίχως άλλο ο Εκτάτης ήταν υπόδειγμα ξενοδόχου, αφού μοναδική του έγνοια που έφτανε τα όρια της έμμονης ιδέας, ήταν η απόλυτη ικανοποίηση του «πελάτη» του. Να, όμως όπως θα δούμε στη συνέχεια, που αυτή η ευγενική του φιλοδοξία μόνο μπελάδες του έφερε και τον έβλαψε ανεπανόρθωτα. Προς το παρόν, πάντως νάτος χαμογελαστός μπροστά στην εξώπορτα του ξενοδόχου του, μισό- γυρμένος πάνω στο γραμματοκιβώτιο του να καλωσορίζει τους κουρασμένους ταξιδιώτες και να προσπαθεί να τους πείσει να καταδεχτούν το μαγαζάκι του για ξεκούραση, βραδινό φαγητό και ύπνο.
Σε αυτούς που δέχονταν δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε τις περιποιήσεις που τους έκανε: νεράκι δροσερό από το πηγάδι και λουκουμάκι για το καλωσόρισμα, αρνάκι ψητό με ψωμί ζυμωμένο από βραδύς και βαρελίσιο κρασάκι στο βραδινό τραπέζι, όπου ο ξενοδόχος αποδεικνυόταν ένας απαράμιλλος και διασκεδαστικός συνομιλητής.
Κι όταν πια ερχόταν η ώρα για ύπνο («Μα, πότε πέρασε η ώρα;» θα αναρωτιόταν ο ταξιδιώτης), ένα πεντακάθαρο δωμάτιο, ένα τραπεζάκι και πάνω του ένα βάζο με φρεσκοκομμένα λουλούδια, ένα μαλακό κρεβάτι με καθαρά σεντόνια και κουβέρτες, περίμεναν τον ταξιδιώτη για να συμπληρώσει την ευχαρίστηση του μ’ ένα θαυμάσιο νυχτερινό ύπνο.
Όμως- εδώ αρχίζει το, κάθε άλλο παρά ειδυλλιακό, κομμάτι της ιστορίας μας: Τη στιγμή που ο φιλοξενούμενος αναπαυόταν ευτυχισμένος, η ταλαίπωρη ψυχή του- ασυνήθιστα- ευσυνείδητου αυτού ξενοδόχου που έκανε τη φιλοξενία σαν μοναδικό σκοπό της ζωής του, δεν έλεγε να αναπαυθεί: «Τον περιποιήθηκα άραγε καλά; Έμεινε ευχαριστημένος; Νιώθει άνετα στο δωμάτιο του; Μήπως το καζανάκι στο λουτρό στάζει και κάνει θόρυβο; Μήπως  είναι κανένα παράθυρο ανοιχτό κι αρπάξει κανένα κρυολόγημα;». Αυτές και άλλες σκέψεις τον βασάνιζαν και δεν τον άφηναν να κοιμηθεί, μολονότι πολλές φορές προσπαθούσε να ξεχαστεί  μετρώντας ακόμη και ως το 100!!!
Προπάντων, το κρεβάτι, αυτό τον ανησυχούσε πάνω από όλα: «Μήπως δεν είναι άνετο; Μήπως είναι πολύ κοντό; Ή μήπως είναι και πολύ μακρύ;» Κάτω από το βάρος αυτών των σκέψεων και όταν έφταναν στην κορύφωση τους, δεν άντεχε πια ο Εκτατής- γνωστός και σαν Προκρούστης» και ενέδιδε σε αυτές, όπως εξάλλου ενδίδουν συνήθως όλοι οι άνθρωποι με έμμονες ιδέες που έμαθαν να μην αντιστέκονται σε αυτές.
 Σηκωνόταν από το κρεβάτι του και πήγαινε να σιγουρευτεί για τελευταία φορά, πως όλα ήταν εντάξει με τον επισκέπτη του. Φανταστείτε την απόγνωση του όταν- μετά από σχολαστικό έλεγχο- διαπίστωνε πως κάτι δεν πήγαινε καλά, ιδίως με το κρεβάτι του που δεν ταίριαζε στο μέγεθος του ταξιδιώτη. Όλος ο κόσμος, ο ψυχολογικός κόσμος του Εκτατή ήταν έτοιμος να καταρρεύσει: «Θεέ μου» μουρμούριζε  «πως μπορεί να νιώθει άνετα τόσο μεγάλος αυτός σε ένα τόσο κοντό κρεβάτι; Πως τα κατάφερα έτσι; Αυτοί είναι οι κόποι μου και οι φιλοδοξίες μου στο ρόλο ενός τέλειου ξενοδόχου;»
Έτσι, μέσα στην απόγνωση του ο Προκρούστης έκανε αυτό που νόμιζε πως ήταν σωστό να κάνει: «Διόρθωνε» τα…. πόδια του πελάτη του, κόβοντας τις άκρες που προεξείχαν. Αν βέβαια ο πελάτης ήταν μικρότερος από το κρεβάτι- περίπτωση ίσως πιο μπελαλίδικη για τον Εκτατή- έκανε προσπάθειες να αυξήσει το μέγεθος του πελάτη του τεντώνοντας τον.
Μερικοί όμως από εμάς, ιδίως εκείνοι που είναι προικισμένοι με την ικανότητα να βλέπουν τον κόσμο μέσα από τα μάτια των άλλων, δεν θα είχαν δυσκολία να κατανοήσουν την συμπεριφορά του Προκρούστη- και ιδίως την τελευταία του πράξη- πράξη απόγνωσης ενός ταλαιπωρημένου ανθρώπου που έβλεπε τον κόσμο να καταρρέει: Μια συμπεριφορά συνέχεια και συνέπεια της διάψευσης των φιλοδοξιών, των σκέψεων, των υπολογισμών και των προσδοκιών του Προκρούστη, ενός ανθρώπου ταγμένου στον αψεγάδιαστο ρόλο του ξενοδόχου (Έτσι, μερικοί θα τον κατανοήσουν, αλλά όχι όλοι.)
Μερικοί, παραδείγματος χάριν, θα ανέτειναν πως αντί να «διορθώνει» τους πελάτες, ο Προκρούστης θα έπρεπε να διορθώνει το κρεβάτι. Μια πρόταση ομολογουμένως όχι και πολύ πρακτική αν σκεφτούμε λιγάκι: Πάλι το κρεβάτι δεν θα ταίριαζε για τον επόμενο πελάτη, χωρίς τη ζημιά που θα είχε γίνει στο έπιπλο!!!
Κάποιους άλλους δεν θα τους εύρισκε σύμφωνους το υπερβολικό ενδιαφέρον του Προκρούστη για τους πελάτες του, αλλά χωρίς αμφιβολία η κριτική αυτή θα γινόταν από ανθρώπους- που σε αντίθεση με τον Προκρούστη- δεν έχουν πηγαίο και ειλικρινές ενδιαφέρον για τους συνανθρώπους τους. Γιατί ήταν εξαιρετικά δύσκολο για τον Προκρούστη να διπλωθεί στις κουβέρτες του και να πει: «Στα τσακίδια με την φιλοξενία και την προκοπή της».
Τέλος κάποιοι άλλοι, με ψυχολογική ίσως φλέβα μέσα τους, θα συνιστούσαν να γίνει μια προσπάθεια, ώστε να πεισθεί ο Προκρούστης ν’ αλλάξει τις ιδέες του για τα πράγματα και όχι για τα ίδια τα πράγματα: Πως η εξωτερική πραγματικότητα- τα κρεβάτια και τα μεγέθη των ανθρώπων- δεν ταιριάζουν με τις ιδέες που έχει ο Προκρούστης για τα πράγματα αυτά. «Δε βλέπεις βρε αδελφέ», θα του έλεγαν «επιμένεις να επιβεβαιώσεις ένα πείραμα- να ταιριάξεις τα πράγματα του κόσμου με τον τρόπο που εσύ τα έχεις μέσα στο μυαλό σου- που κάθε στιγμή σε διαψεύδει. Άλλαξε την υπόθεση σου, μην επιμένεις πεισματικά, γιατί έτσι πληγώνεις ανώφελα τους ανθρώπους». Αλίμονο όμως, αυτά τα λόγια δε θα’ πιαναν τόπο- τουλάχιστον αμέσως.
Ο Προκρούστης έχει πάρει σοβαρά το ρόλο του, κι αν αυτός ο ρόλος καταρρεύσει, κι αν το ψυχολογικό κρεβάτι- που μέσα στο μυαλό του είναι ένα έπιπλο που τον στηρίζει- καταρρεύσει, θα καταρρεύσει και αυτός ο ίδιος. Δεν θα μπορέσει να αντέξει στην ιδέα πως έχει κάνει λάθος στους υπολογισμούς του για το μέγεθος των ανθρώπων. Απειλείται ολόκληρη η ύπαρξη του. Έτσι έκανε αυτό που του φαινόταν λιγότερο απειλητικό: αντί να διορθώνει τους χάρτες του μυαλού του, διόρθωνε τους πελάτες του.
Σίγουρα, λοιπόν, η προηγούμενη θα ήταν η πιο ενδεδειγμένη λύση στον προβληματισμό του Προκρούστη, αλλά μια εναλλακτική δύσκολη, χρονοβόρα και προπάντων προοπτική που προϋποθέτει τη βοήθεια χαρισματικών- όπως είπαμε- ανθρώπων. Και ήταν ατυχία για τον Προκρούστη, πως αντί να συναντήσει  έναν τέτοιο χαρισματικό άνθρωπο συναπαντήθηκε με τον πιο ακατάλληλο για την περίπτωση του: Το Θησέα, ο οποίος «διόρθωσε» τον Εκτατή, όπως αυτός ο τελευταίος «διόρθωνε» τους πελάτες του.
Μερικοί υποψιάζονται πως πρόθεση του Θησέα, δεν ήταν να κατανοήσει τον Προκρούστη. Αυτός ο ίδιος είχε τα δικά του προβλήματα. Ο τρόπος που γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Θησέας, δικαιολογεί κάποια ερωτηματικά ως προς τον ψυχολογικό τους αντίκτυπο πάνω του. Μ’ έναν πατέρα- τον Αιγέα- απόντα (του έλεγαν- τουλάχιστον στην αρχή- πως λείπει σε κάποιο συνέδριο!!!) και κάτω από το βάρος των φιλοδοξιών του να μοιάσει στον ξάδερφο του, τον Ηρακλή, ο «μικρός» κάτι θα έπρεπε να κάνει για την αυτοεκτίμηση του. Έτσι, αψήφησε τις συμβουλές του παππού του, του Πιτθέα, να πάει στην Αθήνα- να συναντήσει τον πατέρα του- δια «θαλάσσης» για μεγαλύτερη ασφάλεια.
Αποχαιρέτισε την μητέρα, την Αίθρα και ξεκίνησε από την Τροιζήνα πεζός για την Αθήνα, με σκοπό να γίνει ήρωας και αυξήσει την αυτοεκτίμηση του. Ποια λοιπόν περιθώρια κατανόησης του Προκρούστη- αλλά και των άλλων  «ληστών» είχε ο Θησέας; Πρακτικά, μηδέν. Χωρίς άλλο ο Προκρούστης ήταν άτυχος που έπεσε στο διάβα αυτού του φιλόδοξου νέου, που δεν είχε την ικανότητα να βλέπει τον κόσμο και από την οπτική γωνία του άλλου!!!

(από το βιβλίο του Ι. Παπακώστα: Γνωσιακή Ψυχοθεραπεία: Θεωρία και Πράξη)

¨
Αποστολή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου BlogThis! Μοιραστείτε το στο Twitter Μοιραστείτε το στο Facebook
Ετικέτες Για τις στάσεις μας που μας εγκλωβίζουν
Νεότερη ανάρτηση Παλαιότερη Ανάρτηση Αρχική σελίδα
Εικόνες θέματος από MichaelJay. Από το Blogger.