Εξέλιξη & Ψυχοθεραπεία

Powered By | Blogger tips

Τα "εφόδια σου" από τους φίλους

Η ιστορία του Οσέο 
Μια φορά και ένα καιρό ήταν ένα μικρό Ινδανάκι που ζούσε σε ένα χωριό κοντά σε ένα μεγάλο δάσος. Το όνομα του ήταν Οσέο, έμπλεκε συνέχεια σε καυγάδες και είχε όλο περιπέτειες. Ο Χειμώνας μόλις είχε τελειώσει και τα φύλλα είχαν μόλις αρχίσει να βγαίνουν στα δέντρα και τα πουλιά έφτιαχναν τις φωλιές τους στο δάσος και όλα είχαν τη μυρωδιά του καινούργιου. Ο Οσέο βαριόταν.

 Καθώς καθόταν έξω από τη σκηνή του και σκάλιζε ένα κομμάτι ξύλο με το μαχαίρι του, αποφάσισε να πάει στο δάσος, παρόλο που του το είχαν απαγορεύσει. Φόρεσε το σακάκι του που είχε πολλές τσέπες και χωρίς να τον πάρει κανείς είδηση έφυγε γρήγορα από το χωριό, πήδηξε το φράχτη και μπήκε στο δάσος.
 Ο Οσέο θυμήθηκε τον κανόνα του δάσους ότι δηλαδή πρέπει να σταματήσει, να κοιτάξει και να ακούσει όποτε άκουγε θόρυβο, γιατί υπήρχε περίπτωση να είναι κάτι επικίνδυνο. Καθώς κατέβαινε το μονοπάτι σιγομουρμουρίζοντας άκουσε ένα ψίθυρο στα χαμόκλαδα. Έτσι, σταμάτησε, κοίταξε και άκουσε. Ήταν το πράσινο φίδι που έφευγε μέσα στο γρασίδι. 
Το μονοπάτι γινόταν όλο και στενότερο μέχρι που δεν μπορούσε να το δει καθόλου. Αναρριχητικά φυτά και κλαδιά έκοβαν το δρόμο. Σκαρφάλωνε σε κορμούς και πήγαινε γύρω γύρω από θάμνους και κάποιες φορές άνοιγε δρόμο κόβοντας κλαδιά με το μαχαίρι του. Σύντομα έφτασε σε ένα ξέφωτο. Καθώς ήταν πολύ κουρασμένος, αποφάσισε να ξαποστάσει και κάθισε κάτω από ένα μεγάλο δέντρο. 
Εκεί είδε ένα μεγάλο αυγό πουλιού που βρισκόταν στη ρίζα του δέντρου και καθώς κοίταξε ψηλά είδε μια φωλιά πουλιού από την οποία είχε πέσει το αυγό. Σήκωσε το αυγό πολύ μαλακά, σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών του και το έβαλε πίσω στη φωλιά.
Πάνω που ήταν έτοιμος να συνεχίσει το ταξίδι του, το πουλί του φώναξε «Ε! Οσέο, έχω ένα δώρο για’ σένα». Σηκώθηκε και τεντώθηκε γεμάτος περιέργεια να δει τι θα μπορούσε να είναι. Το πουλί του έδωσε ένα μπιζέλι και του είπε: «Μην το χάσεις, είναι μαγικό». Το έβαλε από τις τσέπες του και συνέχισε το δρόμο του.
Βρήκε πάλι το μονοπάτι του αλλά χρειάστηκε να πηδήξει αρκετά χαντάκια και να σκαρφαλώσει αρκετά κλαδιά, ώσπου άσκουσε ένα ουρλιαχτό οπότε σταμάτησε, κοίταξε και άκουσε και είδε ένα όμορφο πουλί με χρυσή ουρά να πετάει πάνω από τις κορφές των δέντρων. Έφτασε λοιπόν στην όχθη του ποταμού, και σκεφτότανε αν θα περάσει απέναντι, όταν είδε ένα σκίουρο να κλαίει. 
Ο σκίουρος του είπε ότι θα ήθελε να περάσει απέναντι αλλά δεν ήξερε να κολυμπάει. Ο Οσέο του είπε: «Μην ανησυχείς. Κάτσε πάνω στο κεφάλι μου και θα σε περάσω απέναντι». Ο Οσέο μπήκε αργά στο νερό. Το νερό ήταν πολύ κρύο και όταν πια δεν μπορούσαν τα πόδια του να ακουμπήσουν στον πάτο του ποταμού, άρχισε να κολυμπάει αργά για να μην ταράξει τον σκίουρο. Έφτασε λοιπόν στην άλλη πλευρά του ποταμού, ακούμπησε κάτω τον σκίουρο και προσπάθησε να στεγνώσει τα ρούχα του. Ο σκίουρος χάθηκε για μια στιγμή, αλλά επέστρεψε και είπε: «Οσέο θέλω να σου δώσω ένα δώρο. Ήσουν πολύ καλός μαζί μου». Ο σκίουρος τοποθέτησε ένα βελανίδι στο χέρι του και είπε: «μην το χάσεις. Μπορεί να σε βοηθήσει μια μέρα. Είναι μαγικό».
Ο Οσέο σκαρφάλωσε στην όχθη του ποταμού, πέρασε από ένα φράχτη και έφτασε σε ένα μεγάλο χωράφι. Άρχισε να τρέχει γύρω γύρω για να στεγνώσει τα ρούχα του, όταν ξαφνικά άκουσε ένα θόρυβο και έτσι σταμάτησε, κοίταξε και άκουσε. Καταπάνω του ερχότανε ένας τεράστιος γίγαντας ο οποίος έκανε τεράστιο θόρυβο και καθώς ο Οσέο προσπάθησε να ξεφύγει, ο γίγαντας φώναξε: «Θα σε πιάσω Οσέο και θα σε φάω». Ο γίγαντας πέταξε ένα δίχτυ στον Οσέο και καθώς εκείνος προσπαθούσε να ξεφύγει, το δίχτυ γινόταν όλο και πιο στενό μέχρι που δεν μπορούσε να κουνηθεί καθόλου. Ο γίγαντας πήγε να φέρει ένα καζάνι. Ο Οσέο άρχισε να κλαίει και σκεφτότανε ότι δεν θα μπορούσε να επιστρέψει ποτέ στο σπίτι του. Τότε ξαφνικά, θυμήθηκε τα δώρα του.
 Κατάφερε να ελευθερώσει το ένα του χέρι και να φτάσει το μαγικό του μπιζέλι, το έβαλε στο στόμα του και έκλεισε τα μάτια του και ευχήθηκε πολύ δυνατά. Απίστευτο άλλα άρχισε να μικραίνει και να γίνεται όλο και μικρότερος μέχρι που μπορούσε να σκαρφαλώσει και να βγει έξω από μια τρύπα στο δίχτυ. Άρχισε να τρέχει προς το ποτάμι όσο πιο γρήγορα μπορούσε με τα μικρά του ποδαράκια, αλλά το γρασίδι ήταν σαν δάσος και όλο έγδερνε τα πόδια του. Τα χαλίκια φαινόντουσαν σαν μεγάλοι βράχοι τους οποίος έπρεπε να ανέβει. Άκουγε το γίγαντα να βρυχάται από μακριά. Μόλις έφτασε στο φράχτη πέρασε από κάτω και κύλησε μέχρι την όχθη του ποταμού. Τότε συνειδητοποίησε ότι ήταν πολύ μικρός για να κολυμπήσει. Ο γίγαντας όλο και πλησίαζε. 
Τι μπορούσε να κάνει; θυμήθηκε το άλλο δώρο που είχε, το βελανίδι, το έβαλε στο στόμα του, έκλεισε τα μάτια του και ευχήθηκε πολύ δυνατά. Δούλεψε το θαύμα. Μεγάλωνε και μεγάλωνε μέχρι που έφτασε στο κανονικό του μέγεθος. Έτρεξε μέχρι τον ποταμό και πέρασε απέναντι κολυμπώντας, χωρίς να κοιτάξει πίσω του καθώς χωνότανε μέσα στο δάσος. Έπρεπε να πηδήξει πάλι πάνω από τα χαντάκια, έφτασε μέχρι το ξέφωτο, χαιρέτησε το πουλί καθώς περνούσε από κει και βρήκε το πέρασμα που είχε δημιουργήσει κάβοντας τα χαμόκλαδα. Τελικά έφτασε στο φράχτη, σκαρφάλωσε γρήγορα γρήγορα και πήγε πίσω στην σκηνή του με έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Έβγαλε τα βρεγμένα ρούχα του, τυλίχτηκε με την ινδιάνικη κουβέρτα του και άρχισε να σκέφτεται την περιπέτεια του καθώς συνέχισε να σκαλίζει ένα κομμάτι ξύλο με το μαχαίρι του. Όταν οι φίλοι του πέρασαν από τη σκηνή του δεν είχαν καν πάρει είδηση ότι είχε φύγει από το χωριό. 

(άγνωστης προέλευσης)

¨
Αποστολή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου BlogThis! Μοιραστείτε το στο Twitter Μοιραστείτε το στο Facebook
Ετικέτες Για την πραγματική βοήθεια συμπεριλαμβανομένης και του δασκάλου- του θεραπευτή κτλ
Νεότερη ανάρτηση Παλαιότερη Ανάρτηση Αρχική σελίδα
Εικόνες θέματος από MichaelJay. Από το Blogger.