Εξέλιξη & Ψυχοθεραπεία

Powered By | Blogger tips

Χρειάζεται να ακούμε τις ανάγκες της στιγμής σε σχέση με τα παιδιά

Το βιβλίο του εξερευνητή

Ήταν μια φορά πριν πολλά πολλά, μα πάρα πολλά χρόνια, ένα από τα μικροσκοπικά μας βασίλεια, από εκείνα στα οποία δεν συνέβαινε τίποτε το ιδιαίτερο. Κι οπού όλα έρεαν ήρεμα, όπως πάντα, μέρα με τη μέρα, στα σπίτια και στους δρόμους. Οι άνθρωποι σηκώνονταν το πρωί, πλένονταν και ντύνονταν, έπαιρναν το πρόγευμα τους, έπειτα πήγαιναν έξω να εργαστούν και γυρνούσαν το βράδυ στα σπίτια τους, για να ξεκουραστούν, να κρατήσουν συντροφιά ο ένας στον άλλον και να διηγηθούν ιστορίες, πριν πάνε για ύπνο.
Και σε κάθε σπίτι αργά ή γρήγορα συνέβαιναν τα ίδια πράγματα, εκείνα τα εύθυμα, για τα οποία γελούσαν και γιόρταζαν και χόρευαν, και τα θλιβερά, για τα οποία έκλαιγαν και απελπίζονταν.
Ανάμεσα σε εκείνα για τα οποία γελούσαν και γιόρταζαν και χόρευαν σε εκείνο το μικροσκοπικό βασίλειο, το πιο εύθυμο από όλα ήταν η γέννηση ενός μωρού. Για τρεις ημέρες μέχρι και η είσοδος του σπιτιού ντυνόταν γιορτινά με πολλές κορδέλες και όλοι οι κάτοικοι της χώρας έρχονταν με τα δώρα τους. Όταν όμως το μωρό γεννιόταν στο ανάκτορο του βασιλιά, τότε η γιορτή διαρκούσε επί μια βδομάδα κι όλος ο κόσμος έφερνε δώρα ακόμη και από τις κοντινές χώρες.
Έτσι όταν σε εκείνο το μικροσκοπικό βασίλειο γεννήθηκε μια νέα βασιλοπούλα, για επτά ημέρες ο κόσμος γιόρτασε με παιχνίδια, αγώνες και τραγουδοποιούς που μαζεύονταν στη μέση της πλατείας, για να διηγηθούν τον παλιό καιρό. Και την ημέρα που η βασιλοπούλα βαπτίστηκε, να που όλοι παρέλασαν με τα νέα δώρα τους. Το πρώτο από όλα και το πιο σημαντικό ήταν η αγάπη του βασιλιά και της βασίλισσας που φρόντιζαν την ίδια και όλες τις ανάγκες της σαν νεογέννητο κουτάβι. Το δεύτερο ήταν το όνομα της, εκείνο που θα τη συνόδευε σε όλη της τη ζωή, στις ημέρες τις ηλιόλουστες και τις βροχερές, στη ζέστη του καλοκαιριού και στο κρύο του χειμώνα, στο φως της ημέρας και στο σκοτάδι της νύχτας κι αυτό το όνομα ήταν Λορέντζα. Το τρίτο ήταν το βιβλίο της Ζωής, έτσι όπως μεταδόθηκε στην οικογένεια της γενιά μετά τη γεννιά, κι ήταν γραμμένα εκεί όλα όσα είχαν ζήσει οι γονείς της, οι παππούδες της, οι προπαππούδες της και οι γονείς τους πριν από αυτούς, κι υπήρχαν ακόμη πολλές πολλές σελίδες για όλα όσα θα ζούσε η νέα μας βασιλοπούλα κι έπειτα τα παιδιά της και τα εγγόνια της και τα δισέγγονα της ύστερα από αυτήν.
Κι έτσι η βασιλοπούλα άρχισε να μεγαλώνει όπως όλα τα παιδιά αυτού του κόσμου και στον πρώτο χρόνο της ήταν προσκολλημένη στη μητέρα και στον πατέρα της, γιατί ακόμη τους είχε πολύ ανάγκη για όλα. Αλλά όταν γιόρτασε τα πρώτα της γενέθλια, άρχισε να εξερευνά το ανάκτορο, όπου ζούσε, και να αποκόβεται όλο και περισσότερο από τη μητέρα της. Τότε η βασίλισσα άρχισε να σκέφτεται ότι η μικρή δεν είχε πια ανάγκη να μένει προσκολλημένη πάνω της και για αυτό ξανάρχισε να ασχολείται με τα θέματα του βασιλείου, που ήταν πολλά και σημαντικά. Αλλά αφού πέρασαν τρεις ή τέσσερις μήνες από τα πρώτα της γενέθλια, να που η Λορέντζα, που πριν φαινόταν ότι εξερευνούσε τα γύρω της χωρίς φόβο, άρχισε να φοβάται όλα τα νέα πράγματα, όπως ακριβώς της συνέβαινε, όταν ήταν περίπου επτά- οχτώ μηνών, κι έτσι εμπρός σε όλα τα νέα πράγματα τρόμαζε και γυρνούσε άρον- άρον στη μητέρα της και προσκολλιόταν σε αυτήν. Αλλά η βασίλισσα, σκεπτόμενη ότι η μικρή ήταν ήδη αρκετά μεγάλη κι έπρεπε να μάθει να ξεπερνά αυτόν τον νέο φόβο, συνέχιζε να αφιερώνεται στις υποθέσεις του βασιλείου που της απασχολούσαν όλον τον χρόνο της, και γιατί επίσης φοβόταν ότι αν ξανάρχιζε να φροντίζει την Λορέντζα, θα της άρεσε πάρα πολύ και αυτό θα την εμπόδιζε έπειτα να αφιερωθεί στα καθήκοντα της βασίλισσας.
Κι έτσι η Λορέντζα αναγκάσθηκε να τα μαθαίνει όλα μόνης κι αυτό δεν της άρεσε πολύ, αντίθετα της άφηνε πάντα μέσα της πολύ θυμό και ένιωθε ανικανοποίητη. Θα προτιμούσε να μαθαίνει σιγά σιγά, σύμφωνα με τις ανάγκες της στιγμής, μένοντας κάθε τόσο προσκολλημένη στη μητέρα της και απομακρυνόμενη λίγο, για να εξερευνήσει. Και μεγάλωσε έτσι νιώθοντας ένα κενό. Και αυτή η ιδέα ότι της είχε λείψει κάτι, έγινε μια πίκρα τόσο πολύ ριζωμένη, που αργότερα τη συνόδευε σε όλη της τη ζωή, ώστε, κι όταν ακόμα περνούσε μέρες ή καταστάσεις που την έκαναν ευτυχισμένη, όσο κι αν αυτές ήταν όμορφες, ποτέ δεν ένιωθε τελείως ικανοποιημένη, λες και της έλειπε πάντα κάτι.
Κι ήταν έτσι που, όταν κι αυτή μεγάλωσε κι έφτασε η σειρά της να γίνει η βασίλισσα κάποιου άλλου μικροσκοπικού βασιλείου, την ίδια μέρα που γεννήθηκε μια νέα βασιλοπούλα και την ονόμασαν Δάφνη, αποφάσισε ότι αυτή ποτέ δεν θα απομακρυνόταν από την κόρη της και δεν θα την άφηνε μόνη να εξερευνήσει τα γύρω της και να μεγαλώσει πιστεύοντας ότι της έλειπε κάτι.
Κι όταν έφθασε η στιγμή που η βασιλοπούλα Δάφνη να θέλει να ξαναγυρίσει στη μαμά της και έπειτα να ξαναφύγει, για να εξερευνήσει όσα υπήρχαν γύρω της, όπως κάνουν όλα τα μωρά όταν μεγαλώνουν, να που η βασίλισσα Λορέντζα την κρατούσε κοντά της με παιχνίδια, χαμόγελα και χάδια και κάθε φορά η βασιλοπούλα καταγοητευόταν και ξεχνούσε την επιθυμία της να εξερευνήσει το ανάκτορο. Και μάλιστα σιγά σιγά έχασε τελείως αυτήν την επιθυμία της εξερεύνησης. Κι έτσι δεν μπόρεσε ποτέ να γνωρίσει ούτε το ανάκτορο ούτε το μικροσκοπικό της βασίλειο. Αλλά όμως επειδή αυτά που δεν είναι γνωστά προκαλούν πάντοτε λίγο φόβο, να που η Δάφνη, άρχισε να μεγαλώνει γεμάτη φόβους και ένιωθε εξίσου ανικανοποίητη, γιατί μόνη, χωρίς τη μητέρα της, δεν ήξερε να κάνει απολύτως τίποτε. Με αποτέλεσμα και η ίδια με τη σειρά της να νιώθει πικραμένη, σαν να της είχε λείψει κάτι, και ανικανοποίητη, επειδή δεν είχε προσπαθήσει να κάνει κάτι μόνη της.
Κι όταν πέρασαν πολλές εποχές, όταν για πολλές φορές η γη αποκοιμήθηκε το φθινόπωρο και ξαναξύπνησε την άνοιξη, αφού ο ήλιος κι η σελήνη αναδύθηκαν και έδυσαν για άλλες τόσες φορές, να που και η Δάφνη μεγάλωσε, συνάντησε ένα βασιλόπουλο που της άρεσε πολύ και μαζί ίδρυσαν ένα άλλο μικροσκοπικό βασίλειο, στο οποίο έγιναν ο βασιλιάς και η βασίλισσα. Και η νέα βασίλισσα κουβάλησε στο νέο βασίλειο όλα τα πράγματα της, συμπεριλαμβανομένου και του βιβλίου της Ζωής, που της είχαν δωρίσει μόλις είχε γεννηθεί, όπου ήταν γραμμένη η ιστορία της, όπως και των γονιών της, των παππούδων της κι όλων των γενιών που είχαν ζήσει πριν από αυτούς.
Και κάθε μέρα η Δάφνη διάβαζε μερικές σελίδες του βιβλίου, κι όταν έφθασε στην ιστορία της γιαγιάς και της μαμάς της, να που από τις σελίδες ξεπήδησε η αίσθηση ότι ήταν ανικανοποίητες και αντιλήφθηκε ότι για κάθε μια τους είχε υπάρξει κάτι που της είχε προκαλέσει θλίψη από μικρές και που είχε μείνει για πάντα μέσα τους, για όλη τους τη ζωή. Όντως η γιαγιά της δεν κατόρθωνε να δένεται συναισθηματικά φοβούμενη μήπως προσκολληθεί, και η μητέρα της δενόταν τόσο πολύ, ώστε έπειτα δεν κατάφερνε πια να αποχωρισθεί, κι όταν ακόμη ήταν πια καιρός να περάσει σε άλλα πράγματα και καταστάσεις, με αποτέλεσμα στο τέλος να εγκλωβίζεται σε ένα δίχτυ που κατέπνιγε κι αυτήν κι όποιον ήταν δίπλα της. Και τότε η Δάφνη αποφάσισε ότι ένα σημαντικό πράγμα έπρεπε να προστεθεί στα δώρα προς ένα βασιλόπουλο, όταν γεννιόταν, εκτός από την αγάπη και τις φροντίδες, το όνομα του και το Βιβλίο της Ζωής, κι αυτό θα μπορούσε να είναι το Βιβλίο της Ακοής, για να καταλαβαίνουν οι μεγάλοι τι ακριβώς χρειαζόταν το μικρό στα αλήθεια την κάθε συγκεκριμένη στιγμή. Κι όταν και αυτή γέννησε μια βασιλοπύλα, επειδή την άκουγε προσεκτικά κάθε ημέρα έμαθε στο τέλος ότι τα βασιλόπουλα έχουν την κατάλληλη στιγμή για κάθε πράγμα, τη στιγμή για να μένουν προσκολλημένα στη μητέρα τους, τη στιγμή για να αποκολληθούν και να εξερευνήσουν κι έπειτα τη στιγμή για να προσκολληθούν στη μητέρα, πριν να βρουν το θάρρος και τη δύναμη να εξερευνήσουν λίγο πιο μακριά, κι ούτω καθεξής.
Κι από τότε στο Βιβλίο της Ζωής, που στην οικογένεια της μεταδιδόταν,όπως και σε κάθε οικογένεια, από τη μια γενιά στην άλλη, να που στον κατάλογο των δώρων που δίνονται προς ένα βασιλόπουλο, όταν γεννιόταν, προστέθηκε και το βιβλίο της Ακοής, των αναγκών του της κάθε στιγμής, που δεν συμπίπτουν πάντοτε με τους χρόνους που εμείς οι μεγάλοι έχουμε στον νου μας.
Και τα βασιλόπουλα που γεννιούνταν από τότε στα σπίτια τους, είχαν τις συνήθεις χαρές και τις συνήθεις πίκρες, όπως όλα τα μωρά αυτής της γης, αλλά αισθάνονταν κάπως λιγότερο ανικανοποίητα και πιο βέβαια στο να εξερευνούν τον κόσμο, απ' όσο δεν είχε συμβεί στη γιαγιά τους και την προγιαγιά τους πριν από αυτούς, κι αυτό είναι ένα δώρο που, όταν κάποιος το δέχεται, μένει να του κρατά συντροφιά για όλη του τη ζωή και κανένας απολύτως ούτε οι δυσκολίες της ζωής δεν μπορούν να του το πάρουν.


(από το βιβλίο της A. Marcoli: Ο θυμός των παιδιών)
¨
Αποστολή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου BlogThis! Μοιραστείτε το στο Twitter Μοιραστείτε το στο Facebook
Ετικέτες Για τις σχέσεις μας με τους γονείς τα αδέρφια και τα παιδιά μας
Νεότερη ανάρτηση Παλαιότερη Ανάρτηση Αρχική σελίδα
Εικόνες θέματος από MichaelJay. Από το Blogger.