Εξέλιξη & Ψυχοθεραπεία

Powered By | Blogger tips

Πριν "πετάξεις" ένα σου στοιχείο, θυμήσου- εξέτασε αν σου είναι χρήσιμο

Η χελώνα που έχασε το καβούκι της.

Μια φορά, ζούσε μια μικρή χελώνα στην όχθη ενός βάλτου. Είχε πάνω στην πλάτη της ένα βαρύ καβούκι τόσο βαρύ που με κόπο το έσερνε μαζί της. Προχωρούσε πολύ αργά, και από την αργοπορία, την είχαν ονομάσει Παταπούφ.

Αγαπούσε να ζεσταίνεται στον ήλιο. Καθισμένη πάνω σε ένα πλατύ βράχο κοίταζε τους γείτονες της, να ασχολούνται γύρω της. Ήταν ο Γιάννος, ο κούνελος. Πώς έκανε και έφευγε τόσο γρήγορα που δεν έβλεπες από αυτόν παρά την άσπρη φούντα της ουράς του.
Ήταν επίσης ο σκίουρος. Έφτανε ξαφνικά μπροστά σας και η κοκκινωπή ουρά του σας σκούπιζε στο πέρασμα. Η χελώνα θαύμαζε την ευκινησία των φίλων της και λυπόταν που δεν μπορούσε να τρέξει όπως εκείνοι. Αχ, να μπορούσε να ξεφορτωθεί το καβούκι της!
Μια μέρα που ονειρευόταν τρελούς αγώνες μέσα στους θάμνους, η απορία της ήταν μεγάλη που αισθάνθηκε ελαφριά, πολύ ελαφριά. Μια ματιά πάνω στον ώμο της της έδειξε ότι το καβούκι της είχε χαθεί. Έκανε ένα βήμα χορού, έπειτα ένα άλλο. Άρχισε να τρέχει, να πηδάει, να χοροπηδάει, να κάνει χίλιες τρέλες. "Τόσο ελαφριά όσο κι ένα φτερό" Και γελούσε από χαρά.
Ο ήλιος άρχισε σε λίγο να της καίει την πλάτη. "Πρέπει να φτιάξω ένα ρούχο" είπε μόνη της. "Ας πάω να δω την κυρία Αράχνη, που είναι μια ικανή μοδίστρα. Πήρε το δρόμο ανάμεσα από το δάσος προσέχοντας να αποφεύγει τα αγκάθια. Βρήκε επιτέλους την κυρία αράχνη στο κατώφλι της πόρτας, ανάμεσα στις ρίζες ενός γέρικου δέντρου. Έπλεκε τη λεπτή δαντέλα του πέπλου της. Κοίταξε την Παταπούφ με απορία, κάτω από τα γυαλιά της:
- Ποια είστε;
- Είμαι η Παταπούφ η χελώνα. Δεν έχω πια καβούκι. Είναι θαυμάσιο. Άλλα άρπαξα ηλίαση και φοβάμαι ότι θα κρυώσω αυτή την νύχτα. Θέλετε να μου φτιάξετε ένα ρούχο;
- Δε μου λείπει η δουλειά, αλλά βέβαια, σας λείπει ένα ρούχο. Έχω ότι χρειάζεται: ένα κομμάτι ωραίο μαύρο ύφασμα. Θα σας ράψω το ρούχο αμέσως. Αλλά είμαι υποχρεωμένη να το ράψω με άσπρη κλωστή. Δεν μου μένει άλλη.
Η Παταπούφ πήγε να παίξει στον ήλιο. Η κυρία Αράχνη ήταν γρήγορη. Στο τέλος του πρωινού, το ρούχο ήταν έτοιμο.
Η Παταπούφ το δοκίμασε. "Πόσο κομψή είμαι!"
Ευχαρίστησε τη γριά κυρία και έφυγε με ένα βήμα ευκίνητο. Τρέχοντας στα δρομάκια, αισθάνθηκε ελαφριά, όπως ένα πουλί, έτοιμο να πετάξει.
Καθώς περπατούσε, συνάντησε πρώτα μια ποντικίνα με την οικογένεια της. Όταν είδαν τη μια χελώνα με το ρούχο, όλα τα ποντίκια ξέσπασαν σε γέλια.
Είδε αργότερα την Κυρία Κοκκινολαίμη που σταμάτησε για να τσιμπήσει κάτι και παρατηρούσε την περιπατήτρια με μάτια ολοστρόγγυλα.
- Συγχωρήστε με. Έχω την εντύπωση ότι σας γνωρίζω. Όμως νομίζω ότι σας βλέπω για πρώτη φορά.
- Μα είμαι η Παταπούφ.
- Αχ, γιατί εγκαταλείψατε ένα σπίτι τόσο στέρεο; Θα κρατούσε τόσο όσο και εσείς! Δεν είναι σαν τη φωλιά μου που πρέπει να τη ξαναφτιάχνω κάθε χρόνο! Θα λυπηθείτε για το καβούκι σας!
- Θα δούμε!
Και η Παταπούφ συνέχισε το δρόμο της και οι άκρες από το ρούχο της ανέμιζαν στον αέρα. Έφτασε στο τέλος του απογεύματος στην άκρη μιας λιμνούλας.
Ο παππούς βάτραχος ονειρευόταν πάνω σε ένα μεγάλο φύλλο από νούφαρο.
Τον φώναξε:
- Καλημέρα! απάντησε. Ποια είστε;
- Είμαι η Παταπούφ, ξεφορτώθηκα το παλιό μου σπίτι. Ήταν τόσο βαρύ για να το φορτώνομαι!
- Νομίζεις ότι αυτό το γελοίο ρούχο θα σου κρατήσει ζέστη αυτή την νύχτα;
Και ο παππούς βάτραχος απομακρύνθηκε, κολυμπώντας.
Η Παταπούφ κατάλαβε ότι η μέρα έπεφτε.
Ένα φύσημα κρύου αέρα έκανε κυματάκια στην επιφάνεια του βάλτου. Έπρεπε να ψάξει για καταφύγιο τη νύχτα. Θυμήθηκε ένα παλιό σπίτι στην είσοδο του δάσους και ξαναπήρε το δρόμο, καθώς έπεφτε το βράδυ.
Ο δρόμος ήταν μακρύς. Ακόμα και χωρίς καβούκι να μεταφέρει, η Παταπούφ ήταν πολύ κουρασμένη φτάνοντας. 
- Πόσο κρύο κάνει! Πόσο μαύρη είναι η νύχτα! μονολόγησε γλιστρώντας σε μια τρύπα ανάμεσα από το κλειστό σπίτι. Ποτέ δεν θα μπορέσω να ξαναζεσταθώ. Αχ! Αν είχα το σπιτάκι μου πάνω στην πλάτη. 
Τρέμοντας από το κρύο και το φόβο, κατόρθωσε όμως να φτιάξει μια τρύπα ανάμεσα  στα ξερά φύλλα και ζάρωσε για τη νύχτα. Γύρω της ο αέρας ούρλιαζε, τα κλαδιά έσπαγαν. Τι θα έκανε, όταν θα έφτανε ο χειμώνας; Αποκαμωμένη, αποκοιμήθηκε.
Ένας φωτεινός ήλιος έλαμπε, όταν ξύπνησε. Κάτι βαρύ βρισκόταν πάλι πάνω στην πλάτη της. Έριξε μια ματιά. Ήταν πραγματικά το καβούκι της, που ξαναγύρισε στη θέση του, βαρύ αλλά σίγουρο. Τρελή από χαρά, η Παταπούφ φώναξε:
- Ξαναγύρισα στο σπίτι μου! Πόσο αστείο είναι. Το σπίτι μου ξαναγύρισε! Αυτό ήταν που με ξαναβρήκε!

(από το βιβλίο της Γ.Α Βασδέκη: "Παραμύθια και Ιστοριούλες")


¨
Αποστολή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου BlogThis! Μοιραστείτε το στο Twitter Μοιραστείτε το στο Facebook
Ετικέτες Για να βρούμε τη θέση και την αξία μας.
Νεότερη ανάρτηση Παλαιότερη Ανάρτηση Αρχική σελίδα
Εικόνες θέματος από MichaelJay. Από το Blogger.