Εξέλιξη & Ψυχοθεραπεία

Powered By | Blogger tips

Συγκρούσεις ζευγαριού- χωρισμός και στάση παιδιού

Το κατσικάκι που τραύλιζε

Στο δάσος των Επτά Βελανηδιών υπήρχε ένα κατσικάκι που σκαρφάλωνε στο βουνό, μέχρι τις πιο ψηλές κορυφές, εκεί όπου έφτιαχναν την φωλιά τους οι αετοί κι όπου ζούσαν τα αετόπουλα. Κι ήταν εκεί που τα αγριοκάτσικα συναντιόνταν, για να πηδήξουν από τον ένα γκρεμό στον άλλο και για να αλληλοκυνηγιούνται όλη την ημέρα, από τη στιγμή που ανέτειλε ο ήλιος μέχρι τη δύση του. Κάθε τόσο από μακριά ακουγόταν ο θόρυβος από τα πηδήματα και τις φωνές τους: ένα εύθυμο βέλασμα ηχούσε στα βράχια κι ο αντίλαλος του επαναλαμβανόταν άπειρες φορές φέρνοντας τον και προς τα άλλα μέρη του δάσους. ΄Ετσι, όταν τα άλλα ζώα άκουγαν αυτή την φωνή, που επαναλάμβανε μπε!... μποε!.. μπε..!, ήξεραν ότι ήταν η ώρα που τα κατσικάκια έπαιζαν με το βουνό, για να ακουστεί το βέλασμα τους σε όλο το δάσος.
Είχε γίνει μία συνήθεια τόσο συχνή και τακτική που μέχρι κι ο γερο- Αρκούδος,που ζούσε μόνος, σε μια γωνία του δάσους, περίμενε κάθε ημέρα ν' αρχίσει το βέλασμα, για να κουρδίσει το ξυπνητήρι στη σωστή ώρα.
Αλλά μια ημέρα μαζί με το συνηθισμένο αντίλαλο ακούσθηκε και ένας ήχος παράξενος που αντί να κάνει μπε!... μπε!.. μπε! έκανε μπ!..μπ!.., ή κάποια άλλη φορά έκανε μπ!.. μπεεεεεε!...
Ο γερο- Αρκούδος που αγαπούσε πολύ τις συνήθειες και τις παραδόσεις, ενοχλήθηκε από αυτό το γεγονός και περίμενε ανυπόμονα μερικές ημέρες ελπίζοντας να περάσει. Αντίθετα, όσο περνούσαν οι ημέρες, τόσο περισσότερο η φωνή έμοιαζε να γίνεται όλο και πιο αμήχανος. Τι να είχε συμβεί άραγε εκεί ψηλά στα βράχια κάτω από την κορυφή; Και μια μέρα ο Αρκούδος νίκησε την τεμπελιά του κι αποφάσισε να σκαρφαλώσει μέχρι εκεί που έπαιζαν τα κατσικάκια, για να δει τι άραγε είχε συμβεί.
Κι αφού έφθασε εκεί ψηλά, αντιλήφθηκε ότι στην ομάδα των κατσικιών υπήρχε ένα, που στεκόταν παράμερα και δεν έπαιζε όπως όλα τ' άλλα, φαινόταν λίγο μουτρωμένο, σαν κατιτί να το άφηνε ανικανοποίητο. Όταν έπειτα τα κατσικάκια άρχισαν να παίζουν με τον βράχο, για να τον ακούσουν να επαναλάβει τις φωνές τους, ο γερο- Αρκούδος αντιλήφθηκε ότι ήταν ακριβώς αυτό το μουτρωμένο κατσικάκι που βέλαζε με διαφορετικό τρόπο από τα άλλα και φαινόταν ότι το έκανε ενάντια στη θέληση του. λες και δεν κατάφερνε να κάνει διαφορετικά. Ίσα- ίσα, όσο το κατσικάκι προσπαθούσε να βελάξει όπως οι φίλοι του, τόσο περισσότερο η φωνή του έβγαινε διακεκομμένη, σαν να μην μπορούσε να βγει ολόκληρη σε μία μόνο φορά, κι όταν τα κατάφερνε, ήταν τόσο έκπληκτο που έπρεπρ να το επαναλάβει ακόμη μία ή δύο φορές και τότε αντί για μπ!... μπ!... μπ!.. έβγαινε ένα μπεμπεμπεμπε!
Όταν έπειτα τα άλλα το κοίταζαν περίεργα, το κατσικάκι πείσμωνε και ξαναδοκίμαζε, αλλά όσο περισσότερο δοκίμαζε, τόσο περισσότερο η φωνή του έβγαινε διακεκομμένη, σαν να μην κατάφερνε να βγει διαφορετικά! Στο τέλος, το φτωχό κατσικάκι ήταν εκεί πότε κατακόκκινο και πότε χλωμό από την προσπάθεια, αλλά αποτελέσματα δεν φαίνονταν, παρά μόνον η φωνή που τραύλιζε όλο και περισσότερο.
Ο γερο- Αρκούδος έξυσε το κεφάλι του μουρμουρίζοντας κάτι μέσα του και γύρισε σιγά σιγά στη φωλιά του. Το πρώτο λοιπόν πράγμα ήταν να προσπαθήσει να καταλάβει το πώς ζούσε ο κατσικάκι, και γι' αυτό άλλος τρόπος δεν υπήρχε παρά να πάει να ψάξει και να παρατηρήσει τι ακριβώς συνέβαινε κάθε πρωί.
Κι έτσι το ακόλουθο πρωινό ο γερο- Αρκούδος ξαναπερπάτησε προς το σπίτι των κατσικιών κι όταν βρήκε εκείνο του μικρού που τραύλιζε, ανέβηκε σε ένα δέντρο και κάθισε ήρεμος σ' ένα κλαδί να ξεκουραστεί, να παρατηρήσει και να στοχαστεί. Σε μια κάποια στιγμή άκουσε ένα μεγάλο θόρυβο, που προερχόταν από τη σπηλιά: σαν να υπήρχαν δυο ζώα που μάλωναν, όχι όμως παίζοντας, όπως κάνουν τα κουτάβια, αλλά στα αλήθεια, όπως κάνουν οι μεγάλοι. Για λίγο διάστημα ο θόρυβος συνέχισε, έπειτα ξαφνικά έγινε ησυχία και ο γερο- Αρκούδος είδε τον πατέρα που έβγαινε έντονα θυμωμένος από τη σπηλιά, χτυπώντας με τα κέρατα του οτιδήποτε συναντούσε και απομακρυσμένος στο δάσος. Μετά από λίγη ώρα, φάνηκε η μητέρα, που έβγαινε κι αυτή με ύφος θυμωμένο, συνεχίζοντας να μαλώνει τα κατσικάκια που είχαν αρχίσει να παίζουν. Αντίθετα, το τραυλό κατσικάκι ήταν εκεί, προσποιούμενο πως δεν συνέβαινε τίποτε, αλλά όταν πλησίασε στο δέντρο όπου καθόταν ο γέρο- Αρκούδος, η καρδιά του χτυπούσε τόσο δυνατά, που το τουμτουμ... τουμτουμ.. έφθανε μέχρι το πιο ψηλό κλαδί. Αλλά όμως από έξω δεν φαινόταν απολύτως τίποτε, σαν να ήταν το κατσικάκι βυθισμένο σε άλλες σκέψεις και αδιάφορο προς ότι συνέβαινε γύρω του.
Ο γέρο- Αρκούδος ξανάρχισε να ξύνει το κεφάλι σκεπτικός. Λοιπόν, ένα πράγμα είχε ανακαλύψει: να δηλαδή, όταν το κατσικάκι συγκινιόταν, η καρδιά του κτυπούσε διακεκομμένα, όπως η γλώσσα του στην ομιλία.
Αλλά γιατί το κατσικάκι να συγκινιόταν; Μήπως εξαιτίας του μεγάλου θορύβου, που είχε ακουσθεί στη σπηλιά του, πριν βγει από εκεί ο πατέρας θυμωμένος; Την ακόλουθη μέρα ο Αρκούδος ξαναγύρισε πάνω στο δέντρο κοντά στη σπηλιά των κατσικιών και να που η σκηνή επαναλήφθηκε παρόμοια, ίδια και απαράλλακτη: έντονος θόρυβος, έπειτα σιωπή και τέλος ο πατέρας που έβγαινε θυμωμένος, κτυπώντας με τα κέρατα δεξιά και αριστερά κι αμέσως μετά έβγαινε η μητέρα, κι αυτή εξίσου θυμωμένη μαλώνοντας τα κατσικάκια, ενώ το τραυλό κατσικάκι πλησίαζε με ύφος αδιάφορο το γέρικο δέντρο και η καρδιά του χτυπούσε τρελά, σαν να ήθελε να βγει από το σώμα του.
Ο γερο- Αρκούδος έξυσε ξανά το κεφάλι και ξαναγύρισε σιγά σιγά στη φωλιά του, για να κοιτάξει τις δουλειές του. Τώρα ήξερε ένα πράγμα, ότι δηλαδή η καρδιά του κατσικιού χτυπούσε τρελά κάθε φορά που σιγκινιόταν ή τρόμαζε, όπως ύστερα από τους θυμούς και τα μαλώματα ανάμεσα στον πατέρα και τη μητέρα. Κι ο γερο-Αρκούδος, για μια ολόκληρη βδομάδα πήγαινε να παρατηρήσει πάνω από το κλαδί του δέντρου ότι συνέβαινε στο κατσικάκι, και για όλη την εβδομάδα έβλεπε να επαναλαμβάνεται η ίδια σκηνή με κάποια μικρή τροποποίηση κάθε φορά.
Ο γερο- Αρκούδος είχε ζήσει πάρα πολλές άνοιξες και είχε γνωρίσει πάρα πολλά μικρά ζώα στη διάρκεια της ζωής του και ήξερε πως, όταν ένας πατέρας και μια μητέρα, συνεχίζουν να μαλώνουν, γεννιέται ένας φόβος μεγαλύτερος από πολλούς άλλους, που μπαίνει στον νου των παιδιών και είναι εκείνος μήπως τα εγκαταλείψουν. Κι αυτός ο φόβος είναι τόσο μεγάλος, που πρέπει να κάνουν τα πάντα για να τον κρύψουν, γιατί, εάν βγει, τα φτωχά μικρά πιστεύουν ότι θα είναι τόσο τρομακτικός, που θα κατασπαράξει και αυτά και τη μαμά και τον μπαμπά. Και γι' αυτό προσπαθούν μ' όλη τους τη δύναμη να τον συγκρατούν, αλλά αυτή η προσπάθεια είναι όπως τα φράγματα που κατασκευάζουν οι κάστορες του δάσους: αυτά καταφέρνουν να συγκρατούν το νερό, αλλά όμως αφήνουν και μια μικρή τρύπα απ' όπου ξεχύνεται με δύναμη το ορμητικό ρεύμα. Κι αυτό το ρεύμα ήταν οι παραξενιές που έκανε το μικρό, αν και προσπαθούσε πάντοτε να τις αποφύγει: ουρούσε το βράδυ στο κρεβάτι του ή ανοιγόκλεινε το μάτι ή συνέχιζε να τρώει κι όταν ακόμη δεν πεινούσε ή δεν ήθελε καθόλου να φάει ή τέλος ήταν εκείνες οι παράξενες αρρώστιες που ο Σοφός Γάιδαρος ονόμαζε "αρρώστιες του νου" κι ούτω καθεξής. 
Αυτή τη φορά ήταν η φωνή του κατσικιού, που άφηνε να φανεί η απελπισμένη μάχη που γινόταν στο νου του, ενώ καμωνόταν ότι δεν συνέβαινε τίποτε και πήγαινε να παίξει με τα άλλα μικρά.
Κι έτσι ο Αρκούδος που ήταν ηλικιωμένος, αλλά όχι αρκετά, ώστε να έχει το δικείωμα να διηγείται τις ιστορίες του στα μικρά, πήγε να συνομιλήσει με τον φίλο του τον Σοφό.
Ο γέρο-Γάιδαρος κι ο Αρκούδος συνομίλησαν για λίγο και αποφάσισαν να μην περιμένουν μήπως η κατάσταση βελτιωθεί από μόνη της γιατί, αν και βέβαια κάτι τέτοιο ήταν δυνατό, κανείς δεν μπορούσε να εγγυηθεί ότι θα συνέβαινε, ενώ ήταν βέβαιο ότι υπήρχε καταιγίδα στην καρδιά του μικρού κατσικού.
Ίσως στο μεταξύ θα μπορούσαν να μιλήσουν στον πατέρα και στη μητέρα, για να δουν μήπως κι αυτοί μπορούσαν να συνεργασθούν. Κι έτσι ένα πρωινό ο Γαίδαρος και ο Αρκούδος έφτασαν στον βράχο των κατσικιών και πήγαν να μιλήσουν με τον πατέρα, αφού πρώτα αυτός βγήκε από το σπίτι οργισμένος όπως πάντα. Περίμεναν για λίγο να του περάσει ο θυμός, έπειτα τον πλησίασαν και σιγά σιγά άρχισαν να μιλούν κι επειδή ο Σοφός Γαίδαρος τον είχε φροντίσει πολλές φορές για τον άσχημο πόνο του στομαχιού που τον ταλαιπωρούσε κι ο γέρο- Αρκούδος είχε παίξει μαζί του, όταν ήταν μικρός, ο πατέρας τους άκουσε με μεγάλη προσοχή.
"Κι εγώ αντιλήφθηκα ότι το κατσικάκι τραυλίζει εδώ και λίγο καιρό" είπε τελικά. "Αλλά νόμιζα πως υπήρχε κάποια ασθένεια στη γλώσσα του, μάλιστα σκεφτόμουν να σου το φέρω να το δεις μία από αυτές τις μέρες, Σοφέ", πρόσθεσε ανήσυχος, γιατί με τον τρόπο του τ' αγαπούσε τα μικρά του, αν και συχνά δεν κατάφερνε τι ακριβώς είχαν στον νου τους. Κι έτσι σιγά σιγά τα τρία ζώα άρχισαν να μιλούν και ο φτωχός πατέρας είπε όλους τους φόβους και τις στεναχώριες που ένιωθε εκείνη την περίοδο, κι ήταν στ' αλήθεια πολλές και στο τέλος ο Σοφός του είπε: "Βλέπεις, Ρομάλδε", αυτό ήταν το αληθινό του όνομα, που το γνώριζαν μόνο τα ζώα του δάσους κι όχι οι άνθρωποι, "νομίζεις ότι είναι καλύτερα να κρατάς μέσα σου όλες τις ανησυχίες και τους φόβους σου, για να μην τρομάζεις τη γυναίκα και τα παιδιά σου, αλλά όμως αυτοί τρομάζουν πολύ περισσότερο, επειδή είσαι πάντα θυμωμένος και σκέπτονται ότι είναι αυτοί υπαίτιοι γι΄ αυτό". Εάν πεις στη γυναίκα σου ότι είσαι ανήσυχος, επειδή το χορτάρι της βοσκής εδώ τελειώνει και φοβάσαι ότι δεν θα καταφέρει να ταϊσει τα μικρά, αυτή θα καταλάβει και θα σε βοηθήσει να βρεις μία νέα βοσκή, αλλά και τα μικρά θα αντιληφθούν ότι στα αλήθεια η παλιά βοσκή τελειώνει και πρέπει να ψάξουν άλλη. Αλλά εάν εσύ δεν λες τίποτε, θα αναρωτηθούν γιατί άραγε έχεις αυτό το στεναχωρημένο και θυμωμένο ύφος, θα νομίσουν πως φταίνε αυτοί και θα ανησυχούν όλο και περισσότερο".
Ενώ ο Γαίδαρος μιλούσε, ο πατέρας ξανάδε μπροστά του τη σκηνή που περιέγραψε ο Σοφός σαν να ήταν μια ταινία και άρχισε να καταλαβαίνει πολλά μικρά γεγονότα, που δεν κατανοούσε πριν, όταν ήταν θυμωμένος κι ανήσυχος, σκεπτόμενος μόνο ότι υπήρχε στο δικό του μυαλό, ξεχνώντας ότι και στον νου των άλλων μπορούσαν να υπάρχουν σκέψεις που δεν τους άρεσαν καθόλου και κυρίως εάν αυτοί είναι μικροί και οι σκέψεις τους μεγάλες.
Τώρα υπήρχαν δυο συναισθήματα που εναλλάσσονταν στο κεφάλι του: το ένα ήταν θυμός ενοχής, επειδή ποτέ δεν είχε αντιληφθεί αυτά τα πράγματα και χρειάστηκε η επέμβαση του γερο- Γάιδαρου και του Αρκούδου, ώστε να καταφέρει να δει, ενώ το άλλη ήταν ανακούφιση, γιατί επιτέλους άρχισε να καταλαβαίνει, σαν να του είχε φύγει ένα μεγάλο βάρος που κουβαλούσε στις πλάτες.
Κι όχι μόνο, αλλά άρχισε να αισθάνεται πολύ πιο ελεύθερος κι ελαφρύς από πριν και σιγά σιγά αυτή η δεύτερη αίσθηση υπερίσχυσε τελικά και μάλιστα μέχρι και ο πόνος του στομαχιού του βελτιώθηκε λίγο. Κι έτσι εκείνο το βράδυ, όταν γύρισε σπίτι, αντί να είναι μουτρωμένος και θυμωμένος, άρχισε να μιλά με τη μητέρα και στο τέλος αντιλήφθηκαν και οι δύο με μεγάλη έκπληξη ότι εδώ και πολύ καιρό δεν συνομιλούσαν πια στα αλήθεια, να ακούει δηλαδή ο καθένας εκείνο που έλεγε ο άλλος, χωρίς να νομίζει από πριν ότι το ξέρει. Κι έτσι για λίγες μέρες αντί να συνεχίζουν να μαλώνουν ο πατέρας κι η μητέρα συνέχιζαν να συνομιλούν και να λένε όλα όσα δεν είχαν καταφέρει να πουν πριν εδώ και πολύ καιρό και στο τέλος αποφάσισαν να πάνε να συζητήσουν λίγο με την εκατόχρονη Κουκουβάγια, που ήταν μια παλιά τους φίλη.
Όταν ο καθένας τους τελείωσε να μιλά, η γριά Κουκουβάγια έβγαλε από το σεντούκι της ένα μεγάλο βιβλίο γεμάτο αριθμούς, το ξεφύλλισε για λίγο, σταματώντας να σκεφτεί κάθε τόσο και τελικά είπε: "Εκείνο που μου φαίνεται αρκετά πιθανό είναι πως, εάν εσείς συνεχίσετε να φιλονικείτε, τα μικρά σας θα υποφέρουν πάρα πολύ, μέχρι να μοιάζουν άρρωστα ή μέχρι να αρρωστήσουν στ' αλήθεια. Σ' αυτήν την περίπτωση η μοναδική θεραπεία είναι να σταματήσετε να φιλονικείτε εσείς, αλλά όχι προσποιητά, γιατί τα μικρά θα το αντιληφθούν, αλλά στ' αλήθεια. Αλλιώς θα μπορούσατε να κάνετε όπως έκαναν πολλοί άλλοι, να ψάξετε δύο διαφορετικές σπηλιές, για να ζείτε μαζί με τα μικρά που θα θελήσουν να έρθουν με τον καθένα σας. Το πρόβλημα δεν είναι να επιρρίπτονται φταιξίματα, γιατί ο καθένας απο σας κάνει ότι μπορεί και μερικές φορές πολύ περισσότερο, αλλά πρέπει να γίνει κατανοητό τι συμβαίνει και τι μπορεί να γίνει".
Ο πατέρας και η μητέρα συνέχιζαν να ακούν σιωπηλοί. Ότι ήταν δύσκολο να κατανοήσουν καλά τα γεγονότα, το ένιωθαν κι αυτοί, αφού είχε χρειαστεί η βοήθεια των γέρων, για να αρχίσουν να αντιλαμβάνονται. Αλλά όμως το Κατσικάκι τραύλιζε εξαιτίας εκείνου που ένιωθε μέσα του, όταν φιλονικούσαν, ήταν κάτι πολύ δύσκολο να το αναγνωρίσουν και να το παραδεχτούν. Αλλά το σκεπτικό της εκατόχρονης Κουκουβάγιας ήταν αψεγάδιαστο, αυτό το ήξεραν κι αυτοί και από την άλλη είχαν δει με πόση φροντίδα είχε ξεφυλλίσει το βιβλίο, για να ψάξει να καταλάβει κι αυτή, προτού μιλήσει. Κι έτσι ο πατέρας και η μητέρα αποφάσισαν να κάνουν το πείραμα και να ζήσουν για λίγο σε διαφορετικές σπηλιές, αλλά τα μικρά ήταν ελεύθερα να μένουν και με τους δυο, εάν ήθελαν, αν και είχαν αποφασίσει ότι το σπίτι τους ήταν η παλιά σπηλιά, όπου είχαν ζήσει πάντοτε.
Στην αρχή έμοιαζε να είναι μια μεγάλη αποτυχία, γιατί το Κατσικάκι τραύλιζε ακόμη πιο πολύ κι η φωνή του ακουγόταν τρεμουλιαστή σε όλο το δάσος, όταν η ηχώ αντιλαλούσε από βράχο σε βράχο. Έπειτα, όμως, σιγά σιγά τα κατσικάκια αντιλήφθηκαν ότι ο πατέρας ερχόταν να τα βρει όλες τις ημέρες και ότι πια δεν μάλωνε με τη μητέρα, μάλιστα είχε γίνει σχεδόν ευγενικός μαζί της όσο ποτέ πριν, αλλά κι αυτή ήταν λιγότερο θυμωμένη.
Τελικά, ένα απόγευμα στο τέλος του καλοκαιριού, προς τη δύση του ήλιου, όταν μάκρυναν όλες οι σκιές στο χώμα, ο γερό- Αρκούδος, ενώ ασχολιόταν με τις δουλειές του σπιτιού του, άκουσε να φθάνει το βέλασμα των κατσικιών κι όπως πάντα έβαλε το ξυπνητήρι στη σωστή ώρα. Αμέσως όμως άρχισε να ξύνει το κεφάλι του αμήχανος. Η ώρα ήταν σωστή, οι σκιές ήταν σωστές, το φως ήταν εκείνο ακριβώς του ήλιου που έδυε, αλλά όμως υπήρχε κάτι παράξενο.
Έστησε τα αυτιά με προσοχή και τελικά αντιλήφθηκε τι ήταν αυτό το παράξενο: το βέλασμα των κατσικών είχε ξαναγίνει φυσικό, όπως πριν αρχίσει να τραυλίζει το Κατσικάκι. Ο γερο- Αρκούδος χαμογέλασε ικανοποιημένος. Είχε χρειαστεί η καλή θέληση όλων, του Σοφού, της εκατόχρονης Κουκουβάγιας, του μπαμπά και της μαμάς, αλλά τελικά το μικρό κατσικάκι δεν τραύλιζε πια. Τώρα βέλαζε, άλλοτε ήρεμα άλλοτε θυμωμένα, όπως ακριβώς όλα τα άλλα παίζοντας με την ηχώ, που μετέφερε τις φωνές τους και τις έκανε να αντηχούν από βράχο σε βράχο, στη θαλπωρή του απογευματινού φωτός, ενώ ο ήλιος έπαιζε χαμογελαστός ανάμεσα στις σκιές και τα φώτα του δάσους, όπως έκανε πάντοτε, κάθε πρωί, φίλος πιστός και σίγουρος με αυτήν τη γριά γη, που προσπαθεί να τον γοητεύσει στο διάστημα εδώ και πολλά, πολλά εκατομμύρια χρόνια.


(από το βιβλίο της A.Marcoli: Ο θυμός των παιδιών)
(
¨
Αποστολή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου BlogThis! Μοιραστείτε το στο Twitter Μοιραστείτε το στο Facebook
Ετικέτες Για τις σχέσεις μας με τους γονείς τα αδέρφια και τα παιδιά μας
Νεότερη ανάρτηση Παλαιότερη Ανάρτηση Αρχική σελίδα
Εικόνες θέματος από MichaelJay. Από το Blogger.